πιθήκους

πιθήκους
πίθηκος
ape
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πρωτεύοντα — (primates). Τάξη θηλαστικών, τα οποία, αν και διατήρησαν πρωτεγενείς χαρακτήρες, εμφανίζουν ανωτερότητα σε σχέση με άλλα παρόμοια. Στην τάξη αυτή ανήκουν ζώα που διαθέτουν μεγάλο και πολύπλοκο εγκέφαλο, όπως οι πίθηκοι λεμούριοι και οι τάρσιοι.… …   Dictionary of Greek

  • ανθρωπόμορφοι ή πονγκίδες — Οικογένεια καταρρίνων πιθήκων που, όπως υποδηλώνει και η ονομασία τους, έχουν ορισμένα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, κυρίως ανατομικά, όμοια με του ανθρώπου. Οι α. έχουν ρωμαλέα σωματική διάπλαση και μέγεθος μέτριο (χιμπαντζής, γίβων) ή μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • παραπίθηκος — Απολιθωμένος ανθρωποειδής πίθηκος. Ένα τμήμα της κάτω γνάθου του με δόντια βρέθηκε το 1911 στα κοιτάσματα της κατώτερης ολιγοκαίνου από τον Γερμανό επιστήμονα Ο. Σλόσερ, κοντά στο Κάιρο. Το τμήμα αυτό βρέθηκε μαζί με υπολείμματα του… …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • PITHECUSA — insula Campano litori adiacens, non procul a Neapoli, a Virgilio l. 9. Aen. v. 716. Inarime dicta, a quibusdam etiam Aenaria a statione navium Aeneae. Dicta Pithecusa (ut Ovid. l. 12. Met. fabulatur) a Cercopibus, teterrimo hominum genere, quorum …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… …   Dictionary of Greek

  • ανθρωπόνους — ἀνθρωπόνους, ουν (Α) αυτός που έχει ανθρώπινο μυαλό, ευφυής, έξυπνος (αποδίδεται συνήθως σε πιθήκους Αιλιανός, Στράβων) …   Dictionary of Greek

  • γναθοθύλακος — ο θύλακος, σάκος, που σχηματίζεται με πτύχωση τού στοματικού βλεννογόνου κάτω από τα μάγουλα (σε νυχτερίδες, πιθήκους και αμφίβια). [ΕΤΥΜΟΛ. < γνάθος + θύλακος. Η λ. γναθοθύλακοι, οι πληθ. μαρτυρείται στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν] …   Dictionary of Greek

  • ευτράπελος — η, ο (ΑΜ εὐτράπελος, ον Μ και εὐτράπηλος, ον) 1. (για πρόσ.) αυτός που αστειεύεται χαριτωμένα, με ευφυΐα, ο πνευματώδης, ο χαριτολόγος 2. γελοίος (α. «εὐτράπελόν ἐστι» β. «αυτά που λες είναι ευτράπελα») νεοελλ. 1. (για λόγο, ενέργεια ή κατάσταση) …   Dictionary of Greek

  • ζωοτομία — Το σύνολο των χειρουργικών επεμβάσεων που εκτελούνται στα ζώα. Η ζ., που διέπεται σε πολλές χώρες από ορισμένες διατάξεις σχετικά με την αναισθησία και την ασηψία, έχει σκοπό να εξετάσει και να αποκόψει ειδικούς ιστούς και όργανα για τη μελέτη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”